Λέξη: παγανίζω

Μεταφράσεις: παγανίζω

παγανίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stalk, pursue, paganizo

παγανίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perseguir, tallo, proseguir, pezón, acosar, paganizo

παγανίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hülse, pirsch, verfolgen, pirschjagd, jagen, halm, nachstellen, stiel, paganizo

παγανίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
continuer, cheminer, poursuivez, réaliser, poursuivre, faire, pourchasser, queue, trognon, exécuter, dépister, poursuis, coque, persécuter, cultiver, aspirer, paganizo

παγανίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inseguire, perseguire, asta, stelo, proseguire, fusto, gambo, paganizo

παγανίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perseguir, seguir, bolsa, caule, acossar, paganizo

παγανίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stam, achtervolgen, schrijden, schacht, nastreven, halm, steel, vervolgen, najagen, paganizo

παγανίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стебель, подкрадываться, возбуждать, действовать, продолжать, программу, шествовать, подкрадывание, возгораться, черенок, следовать, гнаться, стержень, ножка, преследовать, ствол, paganizo

παγανίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stilk, stengel, forfølge, paganizo

παγανίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förfölja, utöva, stjälk, paganizo

παγανίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jatkaa, olki, seurata, osallistua, ruoti, ruoko, varsi, ruoto, paganizo

παγανίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfølge, stilk, stængel, paganizo

παγανίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stéblo, lodyha, provádět, usilovat, kráčet, pokračovat, stonek, stopka, hnát, pěstovat, vystopovat, pronásledovat, košťál, paganizo

παγανίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chód, ogonek, kroczyć, podkradać, prześladować, badyl, źdźbło, ścigać, kontynuować, komin, wykonywać, łodyga, uprawiać, podchodzić, czaić, dążyć, paganizo

παγανίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cserkészés, paganizo

παγανίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paganizo

παγανίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
волокнистий, згідно, прямувати, ніжка, простувати, стрижень, стебло, paganizo

παγανίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndjek, paganizo

παγανίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
paganizo

παγανίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
paganizo

παγανίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
luurama, taotlema, jälitama, kõmpima, püüdlema, varretaoline, paganizo

παγανίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
goniti, razvijati, drška, obaviti, progoniti, stabljika, paganizo

παγανίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
elta, paganizo

παγανίζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pergo

παγανίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stiebas, kotas, paganizo

παγανίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kāts, stublājs, stumbrs, paganizo

παγανίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
paganizo

παγανίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urmări, tulpină, paganizo

παγανίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stéblo, paganizo

παγανίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stonka, stvol, paganizo
Τυχαίες λέξεις