Λέξη: στοιχειώνω

Σχετικές λέξεις: στοιχειώνω

στοιχειώνω συνώνυμο

Μεταφράσεις: στοιχειώνω

στοιχειώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
haunt, haunted, haunts, haunting, is haunted

στοιχειώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
Haunt, Poseer, refugio, guarida, Acechar

στοιχειώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Haunt, Treffpunkt, Heimsuchung, Lieblingsplatz, Spuk

στοιχειώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
angoisser, harceler, cachette, tanière, bouge, voir, repaire, cache, infester, hanter, inquiéter, fréquenter, molester, Haunt, Hantise, Lieu hanté, Lieu hanté de

στοιχειώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tana, covo, Haunt, ritrovo, tormentare, infestano

στοιχειώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
puxar, alar, transporte, assombrar, haunt, assombração, da assombração, dos refúgios

στοιχειώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spoken, Haunt, achtervolgen, trefpunt, Achtervolg

στοιχειώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
притон, преследовать, убежище, пристанище, логовище, Блуждающий, Haunt, Блуждающий дух, Страданий

στοιχειώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Haunt, tilholdssted, Mans Haunt, vanker, sted

στοιχειώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Haunt, Tillhåll, Håll, Mans Haunt, hemsöka

στοιχειώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vainota, kummitella, riivata, pesäpaikka, kummittelemaan, Haunt, jalkansa, ajanviettopaikka

στοιχειώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
haunt, tilholdssted, hjemsøge, nanoteknologiske, forfatningsstridigt

στοιχειώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
doupě, obtěžovat, navštěvovat, úkryt, brloh, sužovat, znepokojovat, pronásledovat, Haunt, Oblíbené místo, strašit, straší

στοιχειώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odwiedzać, niepokoić, kryjówka, straszyć, zwiedzać, nawiedzać, spelunka, Haunt, nawiedzają, widzieliśmy ani jednej gwiazdy, widzieliśmy ani jednej

στοιχειώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
odú, törzshely, törzshelye, kísérteni, Haunt

στοιχειώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Haunt, uğrak, uğrak yeri, bir uğrak, musallat

στοιχειώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пристановище, кубло, переслідувати, блукаючий, блукає, блуждающий, що блукає, блукаючі

στοιχειώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fanitet, strehohet, streha, QOSKU, të fanitet

στοιχειώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свърталище

στοιχειώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
блукаючы, Расьсеянае, Расьсеянае сьвятло, Расьсеянага

στοιχειώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kummitama, püsikoht, Haunt, lemmikpaik

στοιχειώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosađivati, pohađati, proganjati, progoniti, obilaziti

στοιχειώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ásækja, öldur

στοιχειώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaidentis, Haunt, Straszyć, nieczystego

στοιχειώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spokoties, Haunt

στοιχειώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прогонуваат, прогонува, свратилиште, дувло, прогонува и

στοιχειώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
haunt, bântuie, Vanatoarea, bântui, loc de întâlnire

στοιχειώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
strašijo, brlog, Haunt, Nadlegovati

στοιχειώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Haunt
Τυχαίες λέξεις