Приказывать στα ελληνικά

Μετάφραση: приказывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστάζω, διηγούμαι, απαιτώ, παραγγέλλω, προσπάθεια, θεσπίζω, εντολή, διάταγμα, χρειάζομαι, θέσπισμα, προσταγή, αφηγούμαι, ορίζω, διατάσσω, απόπειρα, λέω, παραγγελία, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
Приказывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атаковать στα ελληνικά - επιδρομή, επίθεση, βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, ...
  • бесцветный στα ελληνικά - νερουλός, επίπεδος, γυμνός, άγευστος, βουρκωμένος, ανεμοδαρμένος, υγρός, ...
  • гарри στα ελληνικά - βασανίζω, λυμαίνομαι, Χάρι, Ο Χάρι, Ο Harry
  • двояковогнутый στα ελληνικά - αμφίκοιλα, αμφίκοιλο, αμφίκοιλη, αμφίκοιλοι, αμφίκοιλος
Τυχαίες λέξεις
Приказывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστάζω, διηγούμαι, απαιτώ, παραγγέλλω, προσπάθεια, θεσπίζω, εντολή, διάταγμα, χρειάζομαι, θέσπισμα, προσταγή, αφηγούμαι, ορίζω, διατάσσω, απόπειρα, λέω, παραγγελία, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό