Αιχμάλωτος στα αγγλικά

Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
captive, prisoner, prisoner of, a prisoner, captured
Αιχμάλωτος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αιχμάλωτος

captive
  • αιχμάλωτος
  • δέσμιος

Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος

αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, αιχμάλωτος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αιφνίδιος στα αγγλικά - sharp, sudden, abrupt, unannounced, sudden onset, sudden onset of
  • αιφνιδιαστικά στα αγγλικά - suddenly, unexpectedly, surprise, unannounced, by surprise
  • αιχμή στα αγγλικά - tip, point, peak, cutting edge, leading edge, the cutting edge
  • αιχμαλωσία στα αγγλικά - capture, captivity, captive, of captive
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: captive, prisoner, prisoner of, a prisoner, captured