Прикручивать στα ελληνικά
Μετάφραση: прикручивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσμεύω, βιβλιοδετώ, δένω, γραβάτα, πεδικλώνω, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банкоброш στα ελληνικά - bankobrosh
- биение στα ελληνικά - δέρνω, εγκεφαλικό, καρδιοχτύπι, παλλόμενος, χτυπώ, χτύπημα, νικώ, ...
- бунчук στα ελληνικά - αλογοουρά, εκουίζετου, αλογουρά, ιππουρίς, αλογοουράς
- жвало στα ελληνικά - γνάθοι, γνάθους, σιαγόνες, σαγόνια, κάτω γνάθους
Τυχαίες λέξεις
Прикручивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσμεύω, βιβλιοδετώ, δένω, γραβάτα, πεδικλώνω, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
Μεταφράσεις: δεσμεύω, βιβλιοδετώ, δένω, γραβάτα, πεδικλώνω, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός