Прилегать στα ελληνικά
Μετάφραση: прилегать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνορεύω, εφάπτομαι, γειτονεύω, συνεφάπτομαι, συνέχομαι, εφάπτονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вертеть στα ελληνικά - περιστρέφω, στροφή, κύλινδρος, βιδώνω, βίδα, περιστρέφομαι, κυλώ, ...
- вспотеть στα ελληνικά - ιδρώτας, ιδρώτα, τον ιδρώτα, του ιδρώτα, ιδρωτοποιούς
- диполь στα ελληνικά - δίπολο, διπόλου, διπολική, δίπολου, διπολικής
- домогательство στα ελληνικά - παρενόχληση, παρενόχλησης, παρενοχλήσεις, την παρενόχληση, της παρενόχλησης
Τυχαίες λέξεις
Прилегать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνορεύω, εφάπτομαι, γειτονεύω, συνεφάπτομαι, συνέχομαι, εφάπτονται
Μεταφράσεις: συνορεύω, εφάπτομαι, γειτονεύω, συνεφάπτομαι, συνέχομαι, εφάπτονται