Λέξη: επιχειρηματολογώ
Μεταφράσεις: επιχειρηματολογώ
επιχειρηματολογώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
argue, I argue, arguing, the arguments in, my argument
επιχειρηματολογώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuestionar, discutir, argüir, argumentar, sostengo, yo sostengo, argumento, yo argumento, defiendo
επιχειρηματολογώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
argumentieren, streiten, ich behaupte,, ich argumentiere, ich behaupte, ich plädiere
επιχειρηματολογώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arraisonnent, convaincre, indiquer, arraisonnez, justifier, débattre, argumenter, persuader, arraisonnons, prouver, arguer, arraisonner, démontrer, bagarrer, établir, arguons, je soutiens, je prétends, je affirme
επιχειρηματολογώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ragionare, disputare, discutere, bisticciare, litigare, argomentare, io sostengo, sostengo, sosterrò, mia tesi, La mia tesi
επιχειρηματολογώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
discuta, disputar, porfiar, arguir, argumentar, contender, discutir, defendo, Afirmo, argumento, eu argumento, Meu argumento
επιχειρηματολογώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
argumenteren, twisten, krakelen, redetwisten, disputeren, ik pleit, ik betoog, ik beweer, beargumenteer ik, betoog ik
επιχειρηματολογώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проспорить, полемизировать, разубеждать, аргументировать, доводить, резонерствовать, убеждать, рассуждать, обсуждать, доказывать, препираться, спорить, утверждать, Я утверждаю,, я утверждаю, я доказываю, спорю
επιχειρηματολογώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
argumentere, jeg argumenterer, jeg argumenterer for, jeg hevde, argumenterer jeg, argumenterer jeg for
επιχειρηματολογώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
argumentera, diskutera, gräla, jag, I
επιχειρηματολογώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kinata, penätä, kiistellä, saarnata, kinastella, keskustella, Väitän, Argumentoin
επιχειρηματολογώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diskutere, argumentere, drøfte, jeg argumenterer, jeg argumentere, jeg argumenterer for, jeg hævde
επιχειρηματολογώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dokazovat, prozrazovat, prokazovat, debatovat, svědčit, argumentovat, diskutovat, přemluvit, tvrdím, argumentuji
επιχειρηματολογώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
perswadować, udowadniać, sprzeczać, roztrząsać, argumentować, kłócić, wnioskować, wykłócać, spierać, dowieść, dyskutować, dowodzić, przekonywać, Uważam,, Uważam, Twierdzę
επιχειρηματολογώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
Amellett érvelek, azt állítom, érvelek
επιχειρηματολογώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Ben, I, ı, bir
επιχειρηματολογώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аргументуйте, переконувати, аргументувати, Я
επιχειρηματολογώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luftoj, unë, I, kam, të, që unë
επιχειρηματολογώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аз твърдя,, аз твърдя, твърдя, смятам аз
επιχειρηματολογώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Я
επιχειρηματολογώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väitma, vaidlema, Väidan, olen seisukohal, Leian
επιχειρηματολογώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razuvjeriti, diskutirati, prosuditi, tvrdim, dokazujem, ja tvrdim, Smatram, Smatram da
επιχειρηματολογώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ég halda því fram, held ég því fram, Þótt ég líti, ég líti, ég líti svo
επιχειρηματολογώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ginčytis, Aš, I, man, Turiu
επιχειρηματολογώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strīdēties, Es, I, man
επιχειρηματολογώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јас го застапувам гледиштето, Тврдам
επιχειρηματολογώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Voi argumenta, Susțin, argumentez, pledez
επιχειρηματολογώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trdim, zagovarjam
επιχειρηματολογώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tvrdím, hovorím, vravím
Τυχαίες λέξεις