Примыкать στα ελληνικά

Μετάφραση: примыкать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδέω, συνορεύω, κρίκος, υποστηρίζω, αποδέχομαι, εφάπτομαι, ενισχύω, γειτονεύω, πλάτη, συνεφάπτομαι, συνέχομαι, εφάπτονται
Примыкать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взаимозависимый στα ελληνικά - οργανικός, αλληλοεξαρτώμενος, αλληλοεξαρτώμενες, αλληλεξαρτώμενες, αλληλοεξαρτώμενα, αλληλεξαρτώνται
  • выходец στα ελληνικά - μετανάστης, υιός, καμάρι, γιός, γιος, γιο, ο γιος
  • голодранец στα ελληνικά - ζητιάνος, εξαντλημένος, deadbeat
  • диатермичность στα ελληνικά - diathermancy
Τυχαίες λέξεις
Примыкать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδέω, συνορεύω, κρίκος, υποστηρίζω, αποδέχομαι, εφάπτομαι, ενισχύω, γειτονεύω, πλάτη, συνεφάπτομαι, συνέχομαι, εφάπτονται