Λέξη: πεζοπορία

Σχετικές λέξεις: πεζοπορία

πεζοπορία στον υμηττό, πεζοπορία στην αίγινα, πεζοπορία αθήνα, πεζοπορία για παιδιά, πεζοπορία στον όλυμπο, πεζοπορία στην ελλάδα, πεζοπορία στην πάρνηθα, πεζοπορία στο πήλιο, πεζοπορία πάρνηθα, πεζοπορία θεσσαλονίκη

Συνώνυμα: πεζοπορία

βόλτα, περίπατος, βάδισμα, αλήτης, κτύπος βήματων, χτύπος βήματων

Μεταφράσεις: πεζοπορία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hike, walk, hiking, walking, trekking
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caminar, andar, pasear, camine, caminar a
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
steigern, erhöhung, wanderung, erhöhen, anstieg, gehen, laufen, Spaziergang, wandern, wandeln
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
augmenter, randonnée, excursion, marcher, pied, à pied, promener, marche
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
camminare, piedi, a piedi, passeggiare, raggiungere a piedi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
andar, caminhar, caminhada, pé, a pé
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wandelen, lopen, wandeling, loop, te lopen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экскурсия, поход, турпоход, ходить, ходьбы, идти, пешком, гулять
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gå, gange, går, vandre, spasertur
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gå, promenad, promenera, går, vandra
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palkankorotus, vaellus, kävellä, kävelymatkan, kävelymatka, kävelemään, kävele
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gå, gang, gåtur, walk, går
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
túra, chůze, chodit, procházka, pěšky, jít
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
windować, wędrówka, chodzić, wędrować, spacer, iść, chód, przejść, spacerować
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kirándulás, csatangolás, séta, sétára, járni, gyalog, sétálni
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yürümek, yürüyüş, yürüme, yürüyün, yürümeye
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ходити, міста, ходитимуть, ходитиме
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
endem, eci, shëtitje, ecin, të ecin, ecni
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разходка, ходя, вървя, ходи, ходят
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хадзіць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
upitama, hääletama, hüpe, kõndima, kõndida, jalutuskäigu, jalutada, käima
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pješačenje, pješačiti, šetnja, izlet, planinariti, hodati, šetati, hoda, prošetati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ganga, að ganga, ganga í, gengið, gengur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaikščioti, pėsčiomis, eiti, nueiti, pasivaikščioti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
staigāt, iet, gājiena attālumā, gājienā, gājiena
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прошетка, пешачат, одиме, оди, одење
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mers pe jos, mers, plimbare, de mers, de mers pe jos
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
túra, sprehod, hoje, hodi, hoditi, hodite
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
túra, výlet, chôdze, chôdza, chodzou

Στατιστικά δημοτικότητας: πεζοπορία

Τυχαίες λέξεις