Припаиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: припаиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενώνω, φυτίλι, φιτίλι, συνδέω, κατατάσσομαι, συνενώνω, συγκολλημένες, κολλημένες, συγκολλημένα, συγκολληθεί, κολλημένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вершина στα ελληνικά - οικόσημο, στίγμα, επισημαίνω, ύψωση, κορυφώνω, θήκη, αιχμή, ...
- виснуть στα ελληνικά - απαγχονίζω, πιάνομαι, κρεμάσετε, κρέμονται, κρεμάσει, κρεμάσετε στον, κρατηθούν από
- доплыть στα ελληνικά - κολυμπώ, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε
- ерундистика στα ελληνικά - ανοησίες, βλακείες, erundistika
Τυχαίες λέξεις
Припаиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενώνω, φυτίλι, φιτίλι, συνδέω, κατατάσσομαι, συνενώνω, συγκολλημένες, κολλημένες, συγκολλημένα, συγκολληθεί, κολλημένο
Μεταφράσεις: ενώνω, φυτίλι, φιτίλι, συνδέω, κατατάσσομαι, συνενώνω, συγκολλημένες, κολλημένες, συγκολλημένα, συγκολληθεί, κολλημένο