Λέξη: εργαστήριο

Σχετικές λέξεις: εργαστήριο

εργαστήριο αστικού περιβάλλοντος εμπ, εργαστήριο πληροφορικής λιτοχωρου, εργαστήριο ελευθέρων σπουδών, εργαστήριο φυσιολογίας, εργαστήριο νεοελληνικών διαλέκτων, εργαστήριο φυσικής, εργαστήριο ιατροδικαστικής και τοξικολογίας απθ, εργαστήριο σπουδών φύλου, εργαστήριο εκπαιδευτικής τεχνολογίας, εργαστήριο ποινικών και εγκληματολογικών ερευνών, μικροβιολογικό εργαστήριο

Συνώνυμα: εργαστήριο

κατάστημα, μαγαζί

Μεταφράσεις: εργαστήριο

εργαστήριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lab, laboratory, workshop, the laboratory, a laboratory

εργαστήριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
laboratorio, de laboratorio, laboratorio de, laboratorios, el laboratorio

εργαστήριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
laboratorium, labor, Labor, Laboratorium, Labors

εργαστήριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
laboratoire, labo, laboratoires, de laboratoire, en laboratoire, laboratoire de

εργαστήριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
laboratorio, di laboratorio, laboratorio di, laboratori, da laboratorio

εργαστήριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
laboratório, de laboratório, laboratorial, laboratório de, laboratoriais

εργαστήριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laboratorium, laboratoria, het laboratorium, laboratoriumonderzoek, labo

εργαστήριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лаборатория, лаборатории, лабораторные, лабораторных, лабораторное

εργαστήριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
laboratorium, laboratoriet, laboratorie

εργαστήριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
laboratorium, laboratorie, laboratoriet, laboratorium som

εργαστήριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laboratorio, laboratoriossa, laboratorion, laboratorio-, laboratorioon

εργαστήριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
laboratorium, laboratoriet, laboratorier, laboratorie

εργαστήριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
laboratoř, laboratorní, laboratoře, laboratoři, laboratoří

εργαστήριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
laboratorium, pracownia, laboratoryjny, laboratoryjne, laboratoryjnych

εργαστήριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
labor, laboratórium, laboratóriumi, laboratóriumban, a laboratóriumi, laboratóriumba

εργαστήριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
laboratuvar, laboratuar, Laboratuvarı, Laboratuarı, Laboratory

εργαστήριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лабораторія, лабораторію

εργαστήριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lab, laborator, laboratori, laboratorike, laboratori për, laboratorit

εργαστήριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лаборатория, лабораторен, лабораторни, лабораторна, лабораторно

εργαστήριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лабараторыя, лабараторыі, лябараторыя

εργαστήριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
labor, lj, laboratoorium, laboris, labori, laboratoorsed

εργαστήριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
laboratorija, Laboratorij, laboratorijska, laboratorijski, Laboratorijsko

εργαστήριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rannsóknarstofu, Laboratory, Rannsóknarstofa, á rannsóknarstofu, Rannsóknarstofan

εργαστήριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laboratorija, laboratorijos, laboratorijų, laboratoriniai, laboratorijoje

εργαστήριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laboratorija, laboratorijas, laboratoriju, laboratorijā, laboratorijai

εργαστήριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лабораторија, лабораториски, лабораториска, лабораторијата, лабораторија за

εργαστήριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
laborator, de laborator, laboratorul, laborator de, laboratorului

εργαστήριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
laboratorij, laboratorijske, laboratorijsko, laboratorijski, laboratorijska

εργαστήριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
laboratórium, laboratória, laboratóriu, laboratóriá, laboratóriom

Στατιστικά δημοτικότητας: εργαστήριο

Τυχαίες λέξεις