Приправлять στα ελληνικά
Μετάφραση: приправлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοστιμίζω, περίοδο, περίοδος, μπαχαρικό, καρύκευμα, μπαχαρικών, μπαχαρικά, καρυκευμάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- армянка στα ελληνικά - αρμενικός, Αρμενίων, των Αρμενίων, αρμενική, αρμενικής
- бабушка στα ελληνικά - γιαγιά, βαβά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς
- впутывать στα ελληνικά - περιλαμβάνω, εμπλέκω, μπλέκω, εμπλέκομαι, εμπλέκουν, ενοχοποιούν, εμπλέξει, ...
- высасывать στα ελληνικά - γλείφω, ρουφώ, θηλάζω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Приправлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοστιμίζω, περίοδο, περίοδος, μπαχαρικό, καρύκευμα, μπαχαρικών, μπαχαρικά, καρυκευμάτων
Μεταφράσεις: νοστιμίζω, περίοδο, περίοδος, μπαχαρικό, καρύκευμα, μπαχαρικών, μπαχαρικά, καρυκευμάτων