Λέξη: μηχανισμός

Σχετικές λέξεις: μηχανισμός

μηχανισμός γκαραζόπορτας, μηχανισμός των αντικυθήρων, μηχανισμός για συρόμενη πόρτα, μηχανισμός υποστήριξης για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και τον εοπυυ, μηχανισμός για συρόμενες πόρτες, μηχανισμός ανάκτησης μεταβλητού κόστους, μηχανισμός ρολογιού τοίχου, μηχανισμός συρόμενης πόρτας, μηχανισμός ρολογιού, μηχανισμός επαναφοράς πόρτας, μηχανισμός αντικυθήρων, φορολογικός μηχανισμός

Συνώνυμα: μηχανισμός

γρανάζι, ταχύτητα αυτοκίνητου, οδοντωτός τροχός, αποσκευή, ενδυμασία, συσκευή, τέχνασμα, μηχάνημα, επινόημα, εφεύρεση, μηχανήματα, μηχανικός εξοπλισμός

Μεταφράσεις: μηχανισμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mechanism, device, machinery, gear, mechanism of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mecanismo, mecanismo de, mecanismos, el mecanismo, dispositivo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mechanismus, Mechanismus, Vorrichtung, Einrichtung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mécanisme, mécanisme de, dispositif, mécanismes, le mécanisme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
congegno, meccanismo, ordigno, meccanismo di, meccanismi, dispositivo, il meccanismo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mecanismo, mecanismo de, mecanismos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mechanisme, mechanisme voor, regeling, mechanisme van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
механицизм, техника, устройство, машина, механизм, аппарат, механизма, механизмом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mekanisme, mekanismen, mekanisme for
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mekanism, mekanismen, mekanism för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mekanismi, koneisto, järjestelmä, mekanismin, mekanismia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mekanisme, ordning, mekanismen, mekanisme for
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mechanismus, mechanismu, mechanizmus, mechanismem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
moduł, mechanizm, mechanizmu, mechanizmem, mechanizmy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gépezet, mechanizmus, mechanizmust, mechanizmusa, mechanizmussal, mechanizmusát
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mekanizma, mekanizması, mekanizmasının, bir mekanizma
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
механіка, механізм
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mekanizëm, mekanizmi, mekanizëm i, mekanizmi i, mekanizëm të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
механизъм, механизъм за, механизма, механизми
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
механізм, мэханізм
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mehhanism, mehhanismi, mehhanismiga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mehanizam, uređaj, mehanizma, mehanizam za, mehanizmi, mehanizmom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vélbúnaður, kerfi, fyrirkomulag, Orsakir, kerfisins
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mechanizmas, mechanizmą, mechanizmo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mehānisms, mehānismu, mehānisma
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
механизам, механизмот, механизам за, механизми, механизам на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mecanism, mecanism de, mecanismul, mecanismului, mecanismul de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mehanizem, mehanizem za, mehanizma, mehanizmi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mechanizmus, mechanizmu, mechanizmy, mechanizmus na, mechanizmom

Στατιστικά δημοτικότητας: μηχανισμός

Τυχαίες λέξεις