Λέξη: πώληση

Σχετικές λέξεις: πώληση

πώληση μεταχειρισμένων ρούχων, πώληση ελληνικού, πώληση μεταχειρισμένων κινητών, πώληση eurobank, πώληση αυτοκινήτου, πώληση μεταχειρισμένων επίπλων, πώληση αδμηε, πώληση second hand επωνυμα ρουχα, πώληση κατοικιών, πώληση ακινήτου, χονδρική πώληση, πώληση ακινήτων

Συνώνυμα: πώληση

εκπτώσεις, ευκαιρία, πώλησις, πωλών

Μεταφράσεις: πώληση

πώληση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sale, selling, sale of, sales, sell

πώληση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
despacho, liquidación, venta, la venta, en venta, de venta, venta en

πώληση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausverkauf, schlussverkauf, vertrieb, verkauf, Verkauf, verkaufen, Verkaufs, kaufen, Veräußerung

πώληση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
écoulement, licitation, solde, écouler, vente, liquidation, débit, vendre, la vente, en vente

πώληση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
smercio, vendita, asta, liquidazione, saldo, in vendita, vendita in, la vendita, di vendita

πώληση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salário, venda, promoção, a venda, Sale, Vendas

πώληση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verkoop, vervreemding, veiling, koop, te koop, koop in

πώληση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
торг, распродажа, сбыт, продажа, запродажа, реализация, торговля, продажи, продажу

πώληση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avsetning, salg, salgs, salgs fra, salget, salgs annonser

πώληση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omsättning, rea, salu, försäljning, erbjudanden för, försäljningen

πώληση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
menekki, myynti, alennus, myynnissä, myytävänä, myyntiin, -kohteet

πώληση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
salg, tilbud, tilbud på, salget, der tilbud

πώληση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výprodej, odbyt, prodej, dražba, na prodej, pronájem

πώληση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbyt, sprzedaż, wyprzedaż, aukcja, rozprzedaż, sprzedaży, na sprzedaż, sale

πώληση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiárusítás, eladás, eladó, eladása, eladásra, árusítása

πώληση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
satış, Satılık, satışı, Kiralık, satım

πώληση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збутовий, розпродаж, збут, продаж, продажа

πώληση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shitje, shitjen, shitja, shitjes, shitjen e

πώληση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
продала, продажба, Продава, продажба на, Продажа, продажбата

πώληση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
продаж, продажа

πώληση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
müük, müügil, müügiks, müügi, müüki

πώληση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prodavanje, rasprodaja, prodaja, prodaji, aukcija, malo, prodaju, na malo, prodaje

πώληση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sala, sölu, til sölu, Salan, sölu til

πώληση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
abalienatio

πώληση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pardavimas, Parduodama, prekyba, sale, pardavimo

πώληση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārdošana, tirdzniecība, pārdošanu, aprīkojums, pārdošanas

πώληση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
продазбата, продажба, продажбата, продажба на, на продажба

πώληση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vânzare, vanzare, hand, de vanzare

πώληση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prodaja, prodajo, prodaje, prodaji, naprodaj

πώληση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predaj, predaji, predaja

Στατιστικά δημοτικότητας: πώληση

Τυχαίες λέξεις