Присасывать στα ελληνικά
Μετάφραση: присасывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τράβηγμα, τραβώ, πιπίλισμα, αναρρόφησης, μυζητικών, το πιπίλισμα, μυζητικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взбухнуть στα ελληνικά - φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, vzbuhnut
- впереди στα ελληνικά - προτού, πριν, εμπρός, μπροστά, μέλλον, μπροστά από, ενόψει
- высказаться στα ελληνικά - διατυπώνω, εκφράζω, μιλούν, μιλήσουν, μιλήσει, μιλήσουμε, εκφραστούν
- гайана στα ελληνικά - Γουιάνα, Γουιάνας, τη Γουιάνα, Γουϊάνας, Γουϊάνα
Τυχαίες λέξεις
Присасывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τράβηγμα, τραβώ, πιπίλισμα, αναρρόφησης, μυζητικών, το πιπίλισμα, μυζητικά
Μεταφράσεις: τράβηγμα, τραβώ, πιπίλισμα, αναρρόφησης, μυζητικών, το πιπίλισμα, μυζητικά