Присутствовать στα ελληνικά

Μετάφραση: присутствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακολουθώ, κάθομαι, βοηθώ, παραβρίσκομαι, να είναι παρόντες, είναι παρόντες, είναι παρούσα, να είναι παρούσα, να είναι παρόν
Присутствовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вывоз στα ελληνικά - εξάλειψη, μετάθεση, εξαγωγή, εξάγω, αφαίρεση, εξαγωγής, την εξαγωγή, ...
  • выживать στα ελληνικά - επιζώ, τράβηγμα, αντικαθιστώ, τραβώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, ...
  • дефинитивный στα ελληνικά - οριστικός, οριστικού, οριστική, οριστικό, οριστικών
  • дистанция στα ελληνικά - φάσμα, μεραρχία, εμβέλεια, διακυμαίνομαι, τομή, απόσταση, διχασμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Присутствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακολουθώ, κάθομαι, βοηθώ, παραβρίσκομαι, να είναι παρόντες, είναι παρόντες, είναι παρούσα, να είναι παρούσα, να είναι παρόν