Λέξη: κριτικάρω
Σχετικές λέξεις: κριτικάρω
κριτικάρω συνώνυμα, κριτικάρω συνώνυμο
Συνώνυμα: κριτικάρω
επικρίνω, κρίνω
Μεταφράσεις: κριτικάρω
κριτικάρω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
criticise, criticize, critique, criticizing, I criticize
κριτικάρω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
criticar, criticar a, critican, critique, criticarlo
κριτικάρω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kritisieren, zu kritisieren, Kritik, kritisiert
κριτικάρω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désavouer, blâmer, critiquer, critique, de critiquer, critiquer les, reprocher
κριτικάρω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
criticare, critica, criticano, critiche, criticare la
κριτικάρω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criticar, criticam, criticá, critica, crítica
κριτικάρω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bekritiseren, kritiseren, kritiek, kritiek op, verwijten
κριτικάρω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
критиковать, критикуют, критики, критикует, критике
κριτικάρω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kritisere, kritiserer, å kritisere, kritikk
κριτικάρω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kritisera, kritiserar, kriti, kritik, kritis
κριτικάρω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arvostella, kritisoida, arvostelevat, moittia, moittivat
κριτικάρω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kritisere, kritiserer, kritiseret, at kritisere, kritik
κριτικάρω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odsuzovat, kritizovat, odsoudit, zkritizovat, kritizují, vytýkají, kritizuje, kritice
κριτικάρω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ganić, skrytykować, krytykować, krytykują, zarzucają, krytykuje, krytykowania
κριτικάρω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kritizál, kritizálni, kritizálják, kifogásolják, bírálják
κριτικάρω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eleştirmek, eleştirmeye, eleştiren, eleştiri, eleştirme
κριτικάρω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
критикуйте, критикувати, критикуватиме, критикуватимуть
κριτικάρω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kritikoj, kritikojnë, kritikojë, të kritikuar, të kritikojë
κριτικάρω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
критикувам, критикуват, критикува, критикуваме, критика
κριτικάρω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крытыкаваць
κριτικάρω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kritiseerima, kritiseerida, kritiseerivad, heidavad, kritiseeri
κριτικάρω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kritikovati, kritizirati, kritiziraju, kritizira, kritikuje
κριτικάρω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gagnrýna, að gagnrýna, gagnrýni, gagnrýnir, gagnrýnt
κριτικάρω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kritikuoti, kritikuoja, kaltinti, priekaištauja, kritikuojame
κριτικάρω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kritizēt, kritizē, pārmet, pārmest, kritizējam
κριτικάρω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
критикуваат, критикува, ја критикуваат, го критикуваат, се критикува
κριτικάρω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
critica, critice, critică, criticăm, critici
κριτικάρω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kritizirajo, kritiziramo, kritizirati, kritizira, očitajo
κριτικάρω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kritizovať, spochybniť, kritizovat
Τυχαίες λέξεις