Притекающий στα ελληνικά

Μετάφραση: притекающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύπορος, παραπόταμος, εύπορες, εύποροι, εύπορους, εύπορη
Притекающий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вонючка στα ελληνικά - κουνάβι, παλιάνθρωπος, Skunk, μεφιτίδων, μεφίτιδα, Το Skunk
  • выбойка στα ελληνικά - τυπώνω, εμπριμέ, vyboyka
  • гомосексуализм στα ελληνικά - ομοφυλοφιλία, αντιστροφή, αναστροφή, η ομοφυλοφιλία, ομοφυλοφιλίας, την ομοφυλοφιλία, της ομοφυλοφιλίας
  • доползти στα ελληνικά - μπουσουλάω, σύρομαι, σύρσιμο, σέρνομαι, ανίχνευσης, crawl, ανίχνευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Притекающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύπορος, παραπόταμος, εύπορες, εύποροι, εύπορους, εύπορη