Λέξη: πεπρωμένο

Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο

πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο ετυμολογία, πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, πεπρωμένο στίχοι, πεπρωμένο αποφθέγματα, πεπρωμένο νταλάρας

Συνώνυμα: πεπρωμένο

μοίρα, τύχη, γραπτό, προορισμός

Μεταφράσεις: πεπρωμένο

πεπρωμένο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
destiny, fate, destiny of, destinies, own destiny

πεπρωμένο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suerte, destino, fatalidad, sino, azar, el destino, destinos, destino de

πεπρωμένο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schicksal, verhängnis, los, geschick, Schicksal, Bestimmung, Schicksals, das Schicksal

πεπρωμένο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lot, affectation, décès, fatalité, trépas, sort, destin, mort, abîme, perte, perdition, destination, apanage, destinée, le destin, la destinée

πεπρωμένο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
destino, sorte, fato, il destino, destini, sorti

πεπρωμένο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
destino, sorte, sina, o destino, destiny, destinos

πεπρωμένο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lotsbestemming, voorland, fortuin, levenslot, lot, bestemming, noodlot, het lot

πεπρωμένο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
участь, фатум, жребий, судьба, неизбежность, рок, удел, фатальность, парки, судьбы, судьбу, судьбой

πεπρωμένο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjebne, skjebnen, fremtid, bestemmelse

πεπρωμένο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lott, öde, ödet, bestämmelse, öden, framtid

πεπρωμένο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sallimus, kaitselmus, elämänkohtalo, osa, kohtalo, määrätä, kohtalon, kohtalonsa, kohtalostaan, kohtaloa

πεπρωμένο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestemmelse, skæbne, skæbnen, destiny, skćbne

πεπρωμένο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zhouba, smrt, záhuba, určení, osud, úděl, osudem, osudu, osudy

πεπρωμένο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fatum, los, nieuchronność, śmierć, zrządzenie, predestynacja, dola, przeznaczenie, zguba, przeznaczeniem, przeznaczenia, destiny

πεπρωμένο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sors, sorsát, végzet, sorsának, a sors

πεπρωμένο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kader, kısmet, kaderi, kaderin, kaderim, kaderini

πεπρωμένο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неминучість, доля, уділ, долю

πεπρωμένο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fat, fati, fatin, fati i, fatin e

πεπρωμένο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдба, съдбата, съдбата си, съдбата на

πεπρωμένο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёс, судьба

πεπρωμένο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saatus, ettemääratus, vabaõhupidu, saatuse, saatust, saatusega, saatusest

πεπρωμένο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kob, sudbina, udes, sudbinu, je sudbina, sudbine, sudbinom

πεπρωμένο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afdrif, örlög, Destiny, örlögin, hlutskipti, örlögum

πεπρωμένο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fortuna, fatum

πεπρωμένο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
likimas, dalis, lemtis, likimą, likimo, destiny

πεπρωμένο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
liktenis, likteni, likteņa, destiny, liktenis ir

πεπρωμένο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судбината, судбина, судбината на

πεπρωμένο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
destin, destinul, destinului, soarta, destinele

πεπρωμένο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ukaza, usoda, destiny, usodo, usodi, usode

πεπρωμένο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osud, osudu
Τυχαίες λέξεις