Λέξη: τιμωρία

Σχετικές λέξεις: τιμωρία

τιμωρία συνώνυμα, τιμωρία μπαρτσελόνα, τιμωρία σοκ για νεαρό διαρρήκτη, τιμωρία ολυμπιακού, τιμωρία παναθηναϊκού, τιμωρία 28 αγωνιστικές για βίαιο μαρκάρισμα (video), τιμωρία του παοκ, τιμωρία παοκ, τιμωρία παο, τιμωρία στίχοι, έρωτας και τιμωρία, ερωτας και τιμωρία

Συνώνυμα: τιμωρία

περιχειρίς, ποινή, πενάλτυ, διόρθωση, καταναγκασμός, σωφρονισμός, αυστηρή μεταχείριση, επίκριση, μαστίγωμα, τιμώρηση

Μεταφράσεις: τιμωρία

τιμωρία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
punishment, retribution, chastisement, penalty, punish

τιμωρία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corrección, suplicio, escarmiento, castigo, penalidad, pena, el castigo, castigos, la pena

τιμωρία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestrafung, Strafe, Bestrafung, Strafen, Straf

τιμωρία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sanction, peine, punition, pénalité, châtiment, vindicte, répression, châtiments, la peine

τιμωρία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
punizione, pena, castigo, punizioni, la punizione

τιμωρία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
castigo, castigar, punição, puna, punir, pena, a punição, castigos

τιμωρία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestraffing, straf, straffen, de straf, doodstraf

τιμωρία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взыскание, наказание, мучение, кара, возмездие, казнь, страдание, штраф, терзание, мука, наказания, наказанием, и наказания

τιμωρία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
straff, straffen, avstraffelse, straffe

τιμωρία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
straff, bestraffning, straffet, bestraffningen

τιμωρία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rankaisu, rangaistus, rankaiseminen, rangaistuksen, rangaistusta, rangaistukseen

τιμωρία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
revselse, straf, afstraffelse, straffen, straffe

τιμωρία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trest, potrestání, trestání, trestu, trestem, tresty

τιμωρία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karanie, ukaranie, wycisk, cięgi, pokuta, kara, kary, karania, karą

τιμωρία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
büntetés, büntetést, büntetésnek, a büntetés, büntetése

τιμωρία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ceza, cezası, cezalandırma, azap, cezanın

τιμωρία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
карання, покарання, кара, кару

τιμωρία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dënim, ndëshkim, dënimi, ndëshkimi, dënimi i

τιμωρία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наказание, наказанието, наказания, наказване

τιμωρία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакаранне, пакараньне

τιμωρία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karistus, karistuse, karistamise, karistust, karistusega

τιμωρία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kažnjavanje, kažnjavanju, kazna, Kaznom, kazne, kaznu

τιμωρία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
refsingu, refsing, refsingar, Hegning, refsing liggi

τιμωρία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
poena, supplicium

τιμωρία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bausmė, bausmės, baudimo, baudimui, baudimas

τιμωρία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sods, sodīšana, sodīšanai, sodam, sodīšanu

τιμωρία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
казна, казнување, казната, казнувањето, казни

τιμωρία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pedeapsă, pedeapsa, pedepsei, pedepse, pedepselor

τιμωρία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kazen, trest, kaznovanje, kaznovanja, kaznovanju, kazni

τιμωρία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trest, trestu, tresty

Στατιστικά δημοτικότητας: τιμωρία

Τυχαίες λέξεις