Причин στα ελληνικά
Μετάφραση: причин, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προξενώ, σκοπός, αιτία, προκαλώ, λόγους, λόγοι, τους λόγους, λόγους που, λόγων
Μεταφράσεις
- взвешиваться στα ελληνικά - λέπι, κλιμάκωση, ζυγίζω, κλίμακας, κλίμακα, ζυγίζουν, ζυγίζει, ...
- вожжа στα ελληνικά - χαλινάρι, χαλιναγωγήσει, χαλιναγωγήσουν, τη συγκράτηση, συγκρατήσουν
- графин στα ελληνικά - καράφα, απόχυσης, αποχύσεως, ντεκάντερ, καραφών
- дисгармонировать στα ελληνικά - βρίσκομαι, προσκρούω, διανύω, αντιπαράθεση, είμαι, κλαγγή, βαζάκι, ...
Τυχαίες λέξεις
Причин στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προξενώ, σκοπός, αιτία, προκαλώ, λόγους, λόγοι, τους λόγους, λόγους που, λόγων
Μεταφράσεις: προξενώ, σκοπός, αιτία, προκαλώ, λόγους, λόγοι, τους λόγους, λόγους που, λόγων