Λέξη: πράσο
Σχετικές λέξεις: πράσο
πράσο σπορά, πράσο συνταγή, πράσο καλλιέργεια, πράσο με χοιρινό, πράσο με πατάτες, πράσο αυγολέμονο, πράσο συνταγές, πράσο στα αγγλικά, πράσο σούπα, πράσο ιδιότητες
Μεταφράσεις: πράσο
πράσο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
leek, leeks, a leek, leek is
πράσο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puerro, puerros, el puerro, de puerro, de puerros
πράσο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lauch, porree, Porree, Lauch, leek
πράσο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
poireau, pore, poireaux, le poireau, de poireaux, de poireau
πράσο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
porro, porri, di porri, il porro, leek
πράσο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alho-poró, leek, alho francês
πράσο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prei, leek, Look
πράσο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
порей, лук-порей, лук, лук порей
πράσο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
purre, Leek, purre-, purreløk
πράσο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
purjolök, leek, purjolöken, purjo, purjolöks
πράσο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
purjo, leek, purjoa, purjosipuli, purjosipulia
πράσο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
porre, porrer, leek, porren
πράσο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pór, pórek, pórkem, pórku, pórková
πράσο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
por, pora, leek, porem, porów
πράσο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
póréhagyma, leek, póréhagymás, póréhagymával, póréhagymát
πράσο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pırasa, Pırasa soğan, leek, pırasalı, pirasa
πράσο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
п'явки, цибуля-
πράσο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
preshi, presh, pras, lekë ka
πράσο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
праз, праз-лук, праз лук, праза
πράσο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лук-
πράσο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
porrulauk, sibulapealsed, porru, leek, porrulaugu, porrulauguga
πράσο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poriluk, poriluka, poriluku
πράσο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Blaðlaukur, blaðlauk, Leek
πράσο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
poras, porai, Leek, porų, poro
πράσο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
puravs, puravi, Leek, puravu, puraviem
πράσο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
праз, празот, се праз
πράσο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
praz, prazul, de praz, praz cu plăcere, prazului
πράσο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pora, por, leek, Poriluk
πράσο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pór, pórek, pórik
Στατιστικά δημοτικότητας: πράσο
Τυχαίες λέξεις