Провозить στα ελληνικά

Μετάφραση: провозить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκτώ, οδηγώ, κουβαλώ, παίρνω, μεταφέρω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Провозить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вызывает στα ελληνικά - αίτια, αιτίες, αιτίων, αιτιών, προκαλεί
  • даун στα ελληνικά - κάτω, πούπουλο, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
  • диафрагмировать στα ελληνικά - τυφλός, θαμπώνω, σβήνω εικόνα, σβήνω ήχο, fade out, σβήσει, βαθμιαία απ κρυψη
  • дизайнер στα ελληνικά - σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, επώνυμα
Τυχαίες λέξεις
Провозить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκτώ, οδηγώ, κουβαλώ, παίρνω, μεταφέρω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν