Проворчать στα ελληνικά
Μετάφραση: проворчать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγκρίζω, μουρμουρίζω, γρυλλισμός, γρυλλίζω, βουτυρόψαρο, γρύλισμα, grunt
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аргумент στα ελληνικά - υποταγή, αιτία, επιχείρημα, λογομαχία, αιτιολογία, συλλογιστικός, διαφωνία, ...
- бесприютный στα ελληνικά - άστεγος, άστεγοι, άστεγους, αστέγων, αστέγους
- визави στα ελληνικά - ομόλογό, ομόλογός, ομόλογό του, τον ομόλογό, ομολόγου
- горн στα ελληνικά - κόρνα, φούρνος, σάλπιγγα, κλίβανος, σαλπίγγων, σάλπιγγας, σαλπίσματος
Τυχαίες λέξεις
Проворчать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγκρίζω, μουρμουρίζω, γρυλλισμός, γρυλλίζω, βουτυρόψαρο, γρύλισμα, grunt
Μεταφράσεις: μουγκρίζω, μουρμουρίζω, γρυλλισμός, γρυλλίζω, βουτυρόψαρο, γρύλισμα, grunt