Λέξη: αναρροφώ
Μεταφράσεις: αναρροφώ
αναρροφώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aspirate, siphon off, sniff up, siphon
αναρροφώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aspirar, sacar con sifón, desviar, desviar el, desviar los, trasvasar
αναρροφώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aspirieren, abschöpfen, abzuschöpfen, siphon off, abzuzweigen, abzusaugen
αναρροφώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inspirer, humer, aspirer, inhaler, siphonner, détourner, détourner des, siphonner des, siphonner les
αναρροφώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sifone, siphon, del sifone, a sifone, aspirare
αναρροφώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sifão fora, sugar, desviar, sugarem, desviar a
αναρροφώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hevelen, af te tappen, aftappen, wegzuigen, overhevelen
αναρροφώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
придыхательный, откачивать, откачать, откачивают, выкачивать, занижении
αναρροφώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sug av, siphon av
αναρροφώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hävert, sifon, Vattenlås, suga
αναρροφώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juoksuttaa, lappo, vesilukko, siphon, sifoni
αναρροφώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sifon, vandlås, hævert, vandlåsen, siphon
αναρροφώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vdechnout, nasát, nasávat, aspirovat, odčerpat, odčerpávají
αναρροφώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wdychać, przydechowy, aspirować, aspirata, uszczknąć, zdekantować
αναρροφώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
h-hang, hehezet, szifon, szifonnal, a szifon, szifonos, szifont
αναρροφώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emmek, kanunsuz olarak kazanmak, cebe indirmek, sifonla akıtmak, hortumlamasına
αναρροφώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкачувати, откачивать, відкачуватимуть, викачувати, відкачуватиме
αναρροφώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kromi, syphon, nga kromi, sifoni, sifon
αναρροφώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отклонявам, източват, източване на, отточва, източва
αναρροφώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адпампоўваць, адкачваць, перапампоўваць грошы, перапампоўваць
αναρροφώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sifooni, sifoon, siphon, sifooniga, sifoonida
αναρροφώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
usisavati, sifon, sifona, sifonom, sifonskim, izvući sifonom
αναρροφώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
siphon
αναρροφώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Sifonai, sifonas, sifoną, sifono, sifonu
αναρροφώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sifons, sifona, sifonu
αναρροφώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тргнува, сифон го
αναρροφώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sifon, sifonul, siphon, de sifon, sifonul de
αναρροφώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sifon, siphon, sifona, sifonom, sifonsko
αναρροφώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odčerpať, vypustiť, odčerpajte, odčerpat
Τυχαίες λέξεις