Продувать στα ελληνικά

Μετάφραση: продувать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίζω, φυσώ, χτύπημα, καθαρός, εκκενώνω, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
Продувать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брысь στα ελληνικά - δίνε του, φύγε γρήγορα, Scat, δίνε, στρίβε
  • витрина στα ελληνικά - υπόθεση, περιστατικό, θήκη, παράθυρο, βαλίτσα, βιτρίνα, προθήκη, ...
  • грабштихель στα ελληνικά - grabshtihel
  • женщина-охотник στα ελληνικά - κυνηγός, Huntress, κυνηγό
Τυχαίες λέξεις
Продувать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίζω, φυσώ, χτύπημα, καθαρός, εκκενώνω, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση