Происходить στα ελληνικά

Μετάφραση: происходить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίσχος, συμβαίνω, εκτινάσσομαι, έρχομαι, στείρα, κυκλοφορώ, στρώνω, προστίθεμαι, απορρέω, διαδραματίζω, διανύω, αναπηδώ, θεσπίζω, προβαίνω, εγείρομαι, άνοιξη, εμφανιστούν, συμβαίνουν, συμβεί, συμβούν, να συμβεί
Происходить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анестезирующий στα ελληνικά - αναισθητικό, αναισθητικού, αναισθησία, αναισθητικών, αναισθητική
  • бренди στα ελληνικά - κονιάκ, μπράντι, μπράντυ, brandy, το κονιάκ
  • воспевать στα ελληνικά - εκθειάζω, έπαινος, τραγουδώ, άσμα, ψαλμωδία, άσματος, ασμάτων, ...
  • демилитаризировать στα ελληνικά - αποστρατιωτικοποιώ, αποστρατικοποιήσει, αποστρατικοποιήσουν, αποστρατιωτικοποιήσουμε, αποστρατιωτικοποίηση των
Τυχαίες λέξεις
Происходить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίσχος, συμβαίνω, εκτινάσσομαι, έρχομαι, στείρα, κυκλοφορώ, στρώνω, προστίθεμαι, απορρέω, διαδραματίζω, διανύω, αναπηδώ, θεσπίζω, προβαίνω, εγείρομαι, άνοιξη, εμφανιστούν, συμβαίνουν, συμβεί, συμβούν, να συμβεί