Λέξη: έξαλλος

Σχετικές λέξεις: έξαλλος

έξαλλος ο τριαντάφυλλος, έξαλλος συνώνυμα, έξαλλος ο παπαδάκης με email για την χρυσή αυγή, έξαλλος έλληνας τραγουδιστής με τις φήμες που τον θέλουν γκέι, έξαλλος πιτσιρικάς κατεβάζει τη s€xy φούστα της μητέρας του, έξαλλος ο γιώργος λιάγκας στο πρωινό, έξαλλος πιτσιρικάς κατεβάζει τη s€xy φούστα της μητέρας του (vid), έξαλλος ο φιλιππίδης διέκοψε παράσταση και έφυγε επειδή οι θεατές, έξαλλος πιτσιρικάς κατεβάζει τη φούστα της μητέρας του, έξαλλος ο σχορτσανίτης κινήθηκε εναντίον οπαδού

Συνώνυμα: έξαλλος

βράζων, εν βρασμώ, ζέων, έξω φρενών, τρελλός, μαινόμενος, μανιώδης, παράφρων, ακράτητος, λυσσαλέος, άτακτος, τρελός, παραληρών

Μεταφράσεις: έξαλλος

έξαλλος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frenzied, furious, distracted, haywire, raving, delirious

έξαλλος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
furioso, furiosa, furiosos, enfureció, furia

έξαλλος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wahnsinnig, wütend, wütenden, wütende, furiosen

έξαλλος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fou, frénétique, insensé, forcené, furieux, furieuse, colère, fureur, en colère

έξαλλος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
furioso, furiosa, furious, furiosi, furibondo

έξαλλος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
furioso, furiosa, furiosos, furious, furiosas

έξαλλος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woedend, razend, woedende, furieus, furieuze

έξαλλος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сумасшедший, оголтелый, взбешенный, безумный, яростный, ярости, в ярости, в ярость, разъяренный

έξαλλος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rasende, voldsomme, voldsomt, forrykende, furious

έξαλλος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rasande, ursinnig, ursinniga, arg, förbannad

έξαλλος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raivokas, hurja, raivostunut, raivoisa, kiihkeä, raivoissaan, hurjaa

έξαλλος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rasende, rasende over, vred

έξαλλος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šílený, zuřivý, rozzuřený, zuřil, zuří, zběsile

έξαλλος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wściekły, rozwścieczony, wściekła, wściekli, furious

έξαλλος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dühös, ádáz, dühödt, dühösen, mérges

έξαλλος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öfkeli, kızgın, furious, öfkelendi, öfkeli bir

έξαλλος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
божевільний, лютий, запеклий, ярий, шалений, гнівний

έξαλλος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i furishëm, furishëm, zemëruar, inatosur, të zemëruar

έξαλλος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
яростен, разярен, бесен, яростни, и яростни

έξαλλος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
люты

έξαλλος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meeletu, maruvihane, raevukas, Raivoissaan, raevus

έξαλλος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomahnitao, bijesan, žestoki, bijesna, bijesni, bijesno

έξαλλος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trylltur, reiður, brjálaður

έξαλλος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasiutęs, įsiutęs, įsiutę, įniršęs, įtūžęs

έξαλλος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nikns, negants, Furious, bez žēlastības

έξαλλος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бесен, гневни, фуриозна, фуриозно, лути

έξαλλος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
furios, furioasă, furioși, înfuriat, furioasa

έξαλλος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
besno, besni, besen, besna, jezen

έξαλλος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vzrušený, zúrivý
Τυχαίες λέξεις