Промер στα ελληνικά

Μετάφραση: промер, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρευνα, μελέτη, ανασκόπηση, επισκόπηση, έρευνας, της έρευνας
Промер στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автореферат στα ελληνικά - θεωρητικός, σύνοψη, περίληψη, σύνοψη της υπόθεσης, υπόθεσης, της υπόθεσης
  • авторизованный στα ελληνικά - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
  • вакханка στα ελληνικά - μαινάδα, βάκχις, βακχεύων
  • заваривать στα ελληνικά - εξαναγκάζω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, βράζω, ενσταλάζω, ετοιμάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Промер στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρευνα, μελέτη, ανασκόπηση, επισκόπηση, έρευνας, της έρευνας