Λέξη: έκπτωση
Σχετικές λέξεις: έκπτωση
έκπτωση ασφαλιστικών εισφορών, έκπτωση κτελ εκλογές 2014, έκπτωση φόρου 2.100 ευρώ, έκπτωση εργολάβου, έκπτωση αναδόχου, έκπτωση συνώνυμα, έκπτωση ασφαλιστικών εισφορών από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης 2013 των ελευθέρων επαγγελματιών, έκπτωση φόρου, έκπτωση ιατρικών δαπανών, έκπτωση φόρου 2100
Συνώνυμα: έκπτωση
επιστροφή χρημάτων, προεξόφληση, επίδομα, χορήγηση, άδεια, παραδοχή, συγκατάβαση, αφαίρεση, συμπέρασμα, κράτηση, επαγωγή, πόρισμα, μείωση, αναγωγή, ελάττωση, μετατροπή, υποβίβαση
Μεταφράσεις: έκπτωση
έκπτωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deduction, rebate, discount, markdown, reduction, allowance
έκπτωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deducción, reducción, descuento, rebaja, de descuento, descuentos, con descuento, los descuentos
έκπτωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abzug, falz, abstrich, abschlag, abrechnung, folgerung, rückvergütung, ableitung, rabatt, absetzung, skonto, rückzahlung, schlussfolgerung, einbehaltung, disagio, Rabatt, Ermäßigung, Discount, Skonto
έκπτωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
feuillure, ratiocination, conclusion, défalquer, décompte, ristourne, escomptez, réduction, argument, retenue, escompter, prélèvement, escomptons, déduction, déduire, rainure, rabais, escompte, remise, actualisation
έκπτωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deduzione, detrazione, sconto, di sconto, sconti, sconto del, conveniente
έκπτωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desconto, definir, remarcar, rebater, abatimento, descontinuar, de desconto, descontos, disconto, desconto de
έκπτωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rabat, afslaan, aftrekken, gevolgtrekking, korten, afslag, korting, van budgethotels, voordelige, kortingen, discount
έκπτωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умозаключение, дедукция, затупить, вывод, затуплять, дисконтировать, вычет, вычитание, отчисление, дисконт, обесценивать, заключение, уменьшать, скидка, уступка, снижение, скидки, скидку, рабат, скидкой
έκπτωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rabatt, fradrag, rabatterte, rabatten, Tilbud i, Tilbud
έκπτωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avdrag, rabatt, billigt, rabatten, billigt hotell
έκπτωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vähennys, päättely, päätelmä, alennus, alennushotellin kaupungista, alennushotellin, edullisista, alennuksen
έκπτωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
deduktion, fradrag, rabat, billigt, rabatten, discount
έκπτωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odečtení, závěr, sleva, skonto, srážka, odpočítání, eskont, odpočítat, odvození, oslabit, srazit, odpočet, eskontovat, diskont, dedukce, diskontovat, slevu, diskontní, slevy, slevou
έκπτωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dedukcja, obniżka, rabat, bonifikata, odejmowanie, wnioskowanie, potrącenie, pomniejszenie, zniżka, opust, odliczenie, potrącać, wniosek, dyskonto, wywód, upust, znizki, skonto
έκπτωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leszámítolás, levezetés, kedvezmény, kedvezményes, akciós, kedvezményt, diszkont
έκπτωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
indirim, indirimli, iskonto, aldığınızda
έκπτωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
укладення, дисконтний, арматура, націнка, знижка, ув'язнення, дисконтувати, надбавка, дисконт, скидка, от
έκπτωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbritje, me ulje, Discount, skontimit, e skontimit
έκπτωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дедукция, отстъпка, намаление, С ОТСТЪПКА, отстъпки, дисконтов
έκπτωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зніжка, скідка
έκπτωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rabatt, vähendama, hinnaalandus, allahindlus, deduktsioon, soodushinnaga, allahindlused, soodsate, allahindlust
έκπτωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odbitak, odbiti, popust, umanjenje, zaključak, umanjenja, otpis, popusta, Popusti, popustom, diskontna
έκπτωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afsláttur, afföll, afslátt, afslætti, afslátt af
έκπτωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuolaida, nuolaidos, diskonto, nuolaidą, nuolaidų
έκπτωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atlaide, atlaidēm, ar atlaidēm, cenas ar atlaidēm, diskonta
έκπτωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
попуст, есконтната, дисконтна, намалување, попуст од
έκπτωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reducere, reducere de, de actualizare, cu discount, pâna
έκπτωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diskontní, rabat, popust, popusta, S POPUSTOM ugodni, POPUSTOM ugodni, S POPUSTOM
έκπτωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rabat, odpočet, eskont, vývod, diskontní, sliva, zľava, sleva, cene, V cene, zľavy
Στατιστικά δημοτικότητας: έκπτωση
Τυχαίες λέξεις