Λέξη: αρπακτικός

Συνώνυμα: αρπακτικός

λιμασμένος, πεινασμένος, αδηφάγος, λαίμαργος, ληστρικός, άπληστος, γοητευτικός, εκστατικός, γυπώδης, μίζερος, αγροίκος

Μεταφράσεις: αρπακτικός

αρπακτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
predatory, raptorial, ravenous, grasping, predaceous

αρπακτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rapaz, raptorial

αρπακτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
räuberisch, raptorial, Raub, räuberischen, räuberisches

αρπακτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
spoliateur, rapace, raptorial

αρπακτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rapace, raptorial, grifagni, rapaci

αρπακτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raptorial

αρπακτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roof-, raptorial, roof

αρπακτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хищнический, разбойничий, захватнический, хищный, грабительский

αρπακτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
raptorial

αρπακτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
raptorial

αρπακτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raptorial

αρπακτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
raptorial

αρπακτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dravý, loupežný, loupeživý, raptorial

αρπακτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łupieżczy, grabieżczy, rabunkowy, rozbójniczy, drapieżny, raptorial

αρπακτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsákmányoló, ragadozó

αρπακτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yırtıcı, raptorial

αρπακτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хижак, хижий, Дикий, дика, хижа

αρπακτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grabitqar

αρπακτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
граблив, хищен

αρπακτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
драпежны, драпежным, драпежны ягоны, з'явіўся драпежны

αρπακτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiskjalik, röövlind, röövlinde

αρπακτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razbojnički, pljačkaški, grabežljiv

αρπακτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
raptorial

αρπακτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plėšrus

αρπακτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
raptorial

αρπακτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
raptorial

αρπακτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de pradă, pradă

αρπακτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
raptorial

αρπακτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dravý, raptorial
Τυχαίες λέξεις