Промолвить στα ελληνικά
Μετάφραση: промолвить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προφέρω, εκστομίζω, λέω, καθαρός, παραδίδω, απόλυτος, εκφωνώ, ξεστομίζω, αρθρώνω, απόλυτη, απόλυτης, παντελή, την απόλυτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архимандрит στα ελληνικά - αρχιμανδρίτης, αρχιμανδρίτη, ο αρχιμανδρίτης, τον Αρχιμανδρίτη, αρχιμανδρίτου
- барабанить στα ελληνικά - νικώ, δέρνω, χτυπώ, τύμπανο, τυμπάνου, το τύμπανο, του τυμπάνου, ...
- доверительный στα ελληνικά - εμπιστευτικός, απόρρητος, μυστικός, μυστικό, εμπιστευτικές, εμπιστευτικά, εμπιστευτικών, ...
- допотопный στα ελληνικά - πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, προκατακλυσμιαίος, προκατακλυσμιαίο, προκατακλυσμιαία, προκατακλυσμιαίους, απηρχαιωμένες
Τυχαίες λέξεις
Промолвить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προφέρω, εκστομίζω, λέω, καθαρός, παραδίδω, απόλυτος, εκφωνώ, ξεστομίζω, αρθρώνω, απόλυτη, απόλυτης, παντελή, την απόλυτη
Μεταφράσεις: προφέρω, εκστομίζω, λέω, καθαρός, παραδίδω, απόλυτος, εκφωνώ, ξεστομίζω, αρθρώνω, απόλυτη, απόλυτης, παντελή, την απόλυτη