Λέξη: διαλυτός

Σχετικές λέξεις: διαλυτός

διαλυτός καφές

Συνώνυμα: διαλυτός

τηκτός, λυτός, εύλυτος

Μεταφράσεις: διαλυτός

διαλυτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dissoluble, soluble, a soluble

διαλυτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
soluble, soluble en, solubles, solubles en

διαλυτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auflösbar, löslich, löslichen, lösliche

διαλυτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soluble, résoluble, réductible, résiliable, dissoluble, solubles, soluble dans, solubles dans

διαλυτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
solubile, solubili, solubile in, solubili in

διαλυτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solúvel, solúveis, solúvel em, sol�el, solúveis em

διαλυτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oplosbaar, oplosbare, oplosbaar is, oplosbaar zijn, oplosbaar in

διαλυτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разложимый, расторжимый, растворимый, растворим, растворимы, растворяется, растворимого

διαλυτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løselig, oppløselig, løselige, oppløselige

διαλυτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
löslig, lösligt, lösliga

διαλυτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liukoinen, liukeneva, liukoisen, liukoista, liukoisia

διαλυτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opløselig, opløseligt, opløselige

διαλυτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozpustný, zrušitelný, rozpustné, rozpustná, rozpustného, rozpustných

διαλυτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozwiązalny, rozerwalny, rozpuszczalny, rozpuszczalne, rozpuszczalna, rozpuszczalnych, rozpuszczalnego

διαλυτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oldható, oldódó, oldódik, vízoldható, az oldható

διαλυτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çözünür, çözünebilir, çözülebilir, çözünen, çözünebilen

διαλυτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розчинний, розчинна, розчинну

διαλυτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i tretshëm, i shpjegueshëm, shpjegueshëm, tretshme, tretshëm

διαλυτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разтворим, разтворими, разтворима, разтворимо, разтворимия

διαλυτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
растваральны, растваральная, распушчальную

διαλυτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahustuv, lahustuva, lahustuvad, lahustuvat, lahustuvate

διαλυτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
topljiv, topljivi, topivi, topljiva, topive

διαλυτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leysanlegt, leysist, leysanleg, leysanlegu

διαλυτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tirpus, tirpsta, tirpi, tirpaus, tirpios

διαλυτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķīstošs, šķīstošā, šķīst, šķīstošo, šķīstošais

διαλυτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
растворливи, растворлив, растворлива, растворливите, растворливи во

διαλυτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
solubil, solubilă, solubile, solubil în, solubili

διαλυτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
topni, topna, topno, topen, topen v

διαλυτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozpustný, rozpustné, rozpustná
Τυχαίες λέξεις