Λέξη: ανοξείδωτος

Σχετικές λέξεις: ανοξείδωτος

ανοξείδωτος χάλυβας, ανοξείδωτος σωλήνας, ανοξείδωτος πάγκος, ανοξείδωτος νεροχύτης, ανοξείδωτος αποστακτήρας, ανοξείδωτος χάλυβας τιμές, ανοξείδωτος βραστήρας, ανοξείδωτος χάλυβας 316, ανοξείδωτος δίσκος, ανοξείδωτος πάγκος κουζίνας

Συνώνυμα: ανοξείδωτος

μη σκωριών, ακηλίδωτος

Μεταφράσεις: ανοξείδωτος

ανοξείδωτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stainless, stainless steel

ανοξείδωτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inoxidable, acero, de acero, inoxidable de, acero inoxidable

ανοξείδωτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fleckenfrei, rostfrei, rostfreiem, rost, aus rostfreiem, rostfreien

ανοξείδωτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inoxydable, inox, inoxydable de, inoxydables

ανοξείδωτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inossidabile, acciaio, inox, in acciaio, di acciaio

ανοξείδωτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inoxidável, inox, inoxidáveis, inoxidável de, aço inoxidável

ανοξείδωτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roestvrij, roestvast, van roestvrij, RVS, roestvrije

ανοξείδωτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
незапятнанный, безукоризненный, честный, безупречный, устойчивый, нержавеющий, нержавеющей, из нержавеющей, нержавеющая

ανοξείδωτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plettfri, rustfritt, i rustfritt, av rustfritt, rust, rustfri

ανοξείδωτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rostfritt, av rostfritt, i rostfritt, rostfria, rost

ανοξείδωτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruostumaton, ruostumatonta, ruostumattoman, ruostumattomasta, ruostumattomien

ανοξείδωτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rustfri, rustfrit, af rustfrit, i rustfrit, rustfrie

ανοξείδωτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nerezavějící, nerez, nerezová, nerezové, z nerezové

ανοξείδωτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nienaganny, nierdzewny, rdzoodporny, niesplamiony, nieskazitelny, stal, ze, nierdzewnej, ze stali

ανοξείδωτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rozsdamentes, a rozsdamentes, korrózióálló, saválló

ανοξείδωτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paslanmaz

ανοξείδωτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бездоганний, чесний, незаплямований, нержавіючий, нержавіючої, нержавеющий, неіржавіючий, нержавіюча

ανοξείδωτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pandryshkshëm, inox, çelik, pandryshkshëm, çelik inox

ανοξείδωτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неръждаема, от неръждаема, неръждаеми

ανοξείδωτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нержавелы, нержавеючы, нержавеючай, непадуладную, непадуладную часу

ανοξείδωτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
roostevaba, roostevabast, stainless, roostevabast terasest

ανοξείδωτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nehrđajući, nehrđajućeg, od nehrđajućeg, plemenitog, od plemenitog

ανοξείδωτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ryðfríu, úr ryðfríu, ryðfrítt

ανοξείδωτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nerūdijantis, nerūdijančio, iš nerūdijančio, nerūdijančiojo, stainless

ανοξείδωτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nerūsējošā, nerūsējošais, nerūsējoša, nerūsošais, stainless

ανοξείδωτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нерѓосувачки, од нерѓосувачки, не'рѓосувачки, од не'рѓосувачки, челик

ανοξείδωτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inoxidabil, inox, inoxidabil de, inoxidabile

ανοξείδωτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nerjaveče, nerjavno, nerjavečega, iz nerjavečega, nerjavnega

ανοξείδωτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nerez, antikoro, nerezová, nerezovej, nehrdzavejúca
Τυχαίες λέξεις