Промышленный στα ελληνικά

Μετάφραση: промышленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπορικός, πληρωτέος, πολύτιμος, βιομηχανικός, τιμαλφής, διαφήμιση, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές
Промышленный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автаркический στα ελληνικά - αυτάρκης, αυτάρκειας, αυταρχικό ούτως ειπείν, με αυταρχικό ούτως ειπείν
  • втаптывать στα ελληνικά - τσαλαπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατούσε κάτω από, ποδοπατούσε κάτω από τη
  • грелка στα ελληνικά - hotty
  • елейный στα ελληνικά - καλοφτιαγμένος, γλοιώδης, στιλπνός, λιπαρός, άψογος, λιπαρή, λιπαρό, ...
Τυχαίες λέξεις
Промышленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπορικός, πληρωτέος, πολύτιμος, βιομηχανικός, τιμαλφής, διαφήμιση, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές