Пропивать στα ελληνικά
Μετάφραση: пропивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξοδεύω, περιδρομιάζω, πίνω πολύ, καταρροφώ, guzzle, καταναλώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспорядок στα ελληνικά - αναστατώνω, σύγχυση, φασαρία, αταξία, παραζάλη, ακαταστασία, ταραγμένος, ...
- благоухание στα ελληνικά - οσμή, άρωμα, ευωδιά, αρώματος, αρωμάτων, αρώματα
- ботаника στα ελληνικά - βοτανική, βοτανικής, η βοτανική, της βοτανικής, βοτανολογία
- гомогенизировать στα ελληνικά - ομογενοποίηση, ομογενοποιεί, ομογενοποιούνται, ομογενοποιείται, ομοιογενοποιείται
Τυχαίες λέξεις
Пропивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξοδεύω, περιδρομιάζω, πίνω πολύ, καταρροφώ, guzzle, καταναλώνουν
Μεταφράσεις: ξοδεύω, περιδρομιάζω, πίνω πολύ, καταρροφώ, guzzle, καταναλώνουν