Λέξη: εποχή

Σχετικές λέξεις: εποχή

εποχή του χαλκού, εποχή δημιουργίας, εποχή συνώνυμα, εποχή φράουλας, εποχή μπαρόκ, εποχή του λίθου, εποχή εφημερίδα, εποχή των παγετώνων 1, εποχή των δεινοσαύρων, εποχή του σιδήρου, η εποχή, εποχή των παγετώνων, σύγχρονη εποχή, παλαιολιθική εποχή, νέα εποχή

Συνώνυμα: εποχή

ηλικία, περίοδος, φορά, ώρα, χρόνος, καιρός, σαιζόν, ώρα του έτους

Μεταφράσεις: εποχή

εποχή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
age, era, epoch, season, time

εποχή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
era, envejecer, época, edad, temporada, estación, temporada de, la temporada, campaña

εποχή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
altern, epoche, zeitalter, lebensalter, alter, lebensdauer, ära, Saison, Jahreszeit, Zeit

εποχή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vieillis, vieillesse, vieillissez, ère, vieillissent, durée, âge, siècle, vieillissons, vieillir, ancienneté, temps, période, époque, saison, la saison, saison de, saison des, campagne

εποχή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
era, invecchiare, anni, epoca, vecchiaia, evo, vecchiezza, stagione, Molto, stagione di, la stagione, periodo

εποχή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idade, quadra, envelhecer, época, temporada, estação, temporada de, época de

εποχή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijdperk, tijdsgewricht, ouderdom, leeftijd, seizoen, het seizoen, hoog, geëindigd seizoen, van het seizoen

εποχή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
старить, стареть, эра, постареть, век, плацента, плевра, летосчисление, древний, почка, период, возраст, эпоха, сезон, сезоне, сезона, время года, время

εποχή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eldes, tidsalder, elde, epoke, alder, alderdom, årstid, sesong, sesongen, season

εποχή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
era, epok, tidsålder, ålder, skede, säsong, säsongen, serien

εποχή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aika, käännekohta, aikakausi, ajanjakso, vanhentua, ikä, kausi, kauden, kaudella, season, vuodenaika

εποχή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
periode, alder, tidsalder, epoke, alderstrin, årstid, sæson, sæsonen, grundspillet

εποχή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stárnout, éra, věk, epocha, stáří, období, doba, sezóna, sezóny, sezóně, sezónu

εποχή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
starzeć, epoka, starość, okres, era, wiek, sezon, pora, pora roku, sezonie, sezonu

εποχή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
éra, életkor, kor, évad, idény, szezon, szezonban, a szezonban

εποχή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
devir, zaman, eyyam, çağ, yaşlanmak, yaş, sezon, Bu sezon, şampiyonu sezon, sezonu

εποχή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
епоха, ера, вік, сезон

εποχή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
moshë, sezon, sezonin, sezonin e, Sezoni, Sezoni i

εποχή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възраст, сезон, сезона, период, на сезона

εποχή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сезон, сэзон

εποχή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
epohh, vanus, iga, ajastu, ajajärk, hooaeg, hooajal, hooaja, hooaega, hooajaks

εποχή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobi, starost, razdoblju, era, dobna, doba, razdoblje, epoha, vječnost, starosna, generator, dob, sezona, sezone, sezonu, sezoni, Preuzeto

εποχή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aldur, öld, árstíð, Tímabil, tímabili, Season, skipti

εποχή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ætas, aetas, aevum

εποχή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
era, epocha, amžius, sezonas, sezoną, sezono, sezono metu, sezonui

εποχή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ēra, vecums, laikmets, sezona, sezonā, sezonas, sezonu, gadalaiks

εποχή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
векот, сезона, сезоната, дел од сезоната

εποχή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
epocă, vârstă, eră, sezon, sezonul, anotimp, sezon de, sezonul de

εποχή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
doba, sezona, sezono, sezone, sezoni, KiB

εποχή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
doba, éra, období, epocha, letopočet, sezóna, sezóne

Στατιστικά δημοτικότητας: εποχή

Τυχαίες λέξεις