Проповедовать στα ελληνικά

Μετάφραση: проповедовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποστηρικτής, υπερασπιστής, συνήγορος, συνηγορώ, κηρύττω, κηρύσσω, κηρύττουν, κηρύσσουν, κηρύττει
Проповедовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • архитектоника στα ελληνικά - αρχιτεκτονικής
  • белобрысый στα ελληνικά - δίκαιος, ξανθός, πανηγύρι, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, έλκει, δέσμες, ...
  • воспроизвестись στα ελληνικά - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, αναπαράγουν, αναπαράγει, αναπαραχθούν, την αναπαραγωγή, ...
  • ереван στα ελληνικά - Ερεβάν, Γιερεβάν, Yerevan, σε Yerevan, Γερεβάν
Τυχαίες λέξεις
Проповедовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποστηρικτής, υπερασπιστής, συνήγορος, συνηγορώ, κηρύττω, κηρύσσω, κηρύττουν, κηρύσσουν, κηρύττει