Λέξη: κλινικός

Σχετικές λέξεις: κλινικός

κλινικός παθολογοανατόμος, κλινικός διαιτολόγος, κλινικός φαρμακοποιός, κλινικός υποθυρεοειδισμός, κλινικόσ καθηγητήσ, κλινικός ψυχολόγος, κλινικός έλεγχος, κλινικός κοινωνικός λειτουργός, κλινικός διατροφολόγος, κλινικόσ θάνατοσ

Μεταφράσεις: κλινικός

κλινικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clinical, clinician, a clinical, clinicians

κλινικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
clínico, clínica, clínicos, clínicas, clínico de

κλινικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eiskalt, klinisch, abgeklärt, klinischen, klinische, klinischer, der klinischen

κλινικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clinique, cliniques, clinique de

κλινικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
clinica, clinico, cliniche, clinici, angolato

κλινικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
clínico, clínica, clínicos, clínicas

κλινικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klinisch, klinische, de klinische

κλινικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клинический, клиническая, клиническое, клинической, клинических

κλινικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klinisk, kliniske

κλινικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klinisk, kliniska, kliniskt, den kliniska

κλινικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kliininen, kliinisen, kliinisiä, kliinisissä, kliinisten

κλινικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klinisk, kliniske, den kliniske

κλινικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klinický, klinické, klinická, klinického, klinických

κλινικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kliniczny, kliniczne, klinicznych, klinicznego, kliniczna

κλινικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
klinikai, a klinikai

κλινικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
klinik, bir klinik

κλινικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клінічна, клінічний, клінічне

κλινικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
klinik, klinike, klinik i, klinik të

κλινικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клиничен, клинично, клинична, клиничната, клинични

κλινικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клінічны

κλινικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
emotsioonideta, kliiniline, kliiniliste, kliinilise, kliinilistes, kliinilised

κλινικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bolnički, klinički, klinička, kliničko, kliničke, kliničkog

κλινικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klínísk, klínískt, klínískri, klíníska, klínískar

κλινικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klinikinis, klinikinė, klinikinių, klinikiniai, klinikinės

κλινικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klīnisks, klīniskā, klīnisko, klīniskās, klīniskais

κλινικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клинички, клиничките, клиничка, клиничката, клиничко

κλινικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
clinic, clinice, clinică, clinica, clinic de

κλινικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klinični, klinična, klinično, klinične, kliničnega

κλινικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klinický, klinické, klinického, klinicky, klinická
Τυχαίες λέξεις