Λέξη: αντίγραφο

Σχετικές λέξεις: αντίγραφο

αντίγραφο ποινικού μητρώου, αντίγραφο πτυχίου, αντίγραφο ασφαλείας windows 7, αντίγραφο κατατεθειμένης δήλωσης φορολογίας εισοδήματος – ε1, αντίγραφο ε9, αντίγραφο βεβαίωσης εξατομικευμένης παρέμβασης (οαεδ), αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου, αντίγραφο ε1, αντίγραφο διαθήκης ή πιστοποιητικό περί δημοσίευσης ή μη διαθήκης, αντίγραφο κλειδιού αυτοκινήτου

Συνώνυμα: αντίγραφο

αντίτυπο, αντιγραφή, κόπια, ύλη, αντίστοιχος, πανομοιότυπο, ταίρι, σωσίας, αναπαραγωγή, γένεση, μεταγραφή, ηχογράφηση

Μεταφράσεις: αντίγραφο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
replica, copy, duplicate, a copy, copy of, a copy of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
copia, remedar, traslado, réplica, ejemplar, copiar, copia de, de copia
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zweitschrift, nachbildung, manuskript, abdruck, imitieren, kopieren, nachahmen, fotokopie, druckvorlage, exemplar, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
copier, empreinte, transcrire, imiter, calquons, copie, copiez, contrefaire, réplique, copions, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
copia, imitare, copiare, duplicare, riproduzione, replica, di copia, copia di, la copia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
copiar, transcrever, cópia, exemplar, cópia de, de cópia
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afdruk, kopiëren, afdrukken, exemplaar, namaken, afschrift, nabootsen, kopie, kopij
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
модель, факсимиле, срисовать, копир, подражать, скопировать, перерисовывать, срисовывать, репродукция, реплика, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avskrift, gjenpart, kopiere, kopi, eksemplar, kopien
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kopiera, avskrift, efterlikna, kopia, nummer, avbild, exemplar, härma, Kopiera, Copy, ...
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toisinnos, jäljitelmä, jäljenne, yksilö, kopio, jäljentää, jäljitellä, toisinto, kopioida, Kopioi, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
imitere, kopi, kopiere, eksemplar, Kopier, Copy, Kopiér
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opsat, reprodukovat, kopírovat, výtisk, opisovat, okopírovat, duplikát, exemplář, reprodukce, obkreslit, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przepisywać, kopia, kserować, powielać, przekopiować, odrysować, replika, odbitka, wystąpienie, przebitka, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kópia, másolat, másolatát, példányát, másolatot, példányt
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
transkripsiyon, kopya, kopyalama, kopyası, kopyasını, fotokopi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переповнений, пропис, штука, екземпляр, виповнений, наповнений, копіювати, пересичений, примірник, копія, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kopje, kopja, kopje e, kopje të, kopjen
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
копия, копие, екземпляр, копиране, препис
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
копія
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eksemplar, jäljend, kopeerima, koopia, käsikiri, koopiat, kopeeri, koopiad, eksemplari
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kopija, kopiju, primjerak, kopirati, prepisati, kopiranja, copy
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eintak, afrita, afrit, Afrita, eftirlíking, við Afrita
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
effingo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imituoti, kopija, egzempliorius, kopijuoti, kopiją, kopijos, kopijavimo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atdarināt, imitēt, kopija, eksemplārs, kopēt, kopiju, eksemplāru
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
копија, примерок, копирање, препис, копијата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exemplar, copie, copia, copii, copiere
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
číslo, copy, kopijo, kopija, izvod, kopije
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
číslo, kópie, kópia, kópiu, kópií

Στατιστικά δημοτικότητας: αντίγραφο

Τυχαίες λέξεις