Просалить στα ελληνικά
Μετάφραση: просалить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γράσο, λιπαντικό, prosalit
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бушмен στα ελληνικά - κάτοικος του δάσους, Μπούσμαν, Bushman, Βουσμάνων
- бычий στα ελληνικά - βοοειδών, των βοοειδών, βοοειδή, βόεια, βόειου
- гниение στα ελληνικά - φθορά, παρακμή, διαφθορά, σαπίζω, εκμαυλισμός, μαύλισμα, παρακμάζω, ...
- дозор στα ελληνικά - φρουρά, περιοδεία, στρογγυλός, γύρος, περιπολία, παρακολουθώ, βλέπω, ...
Τυχαίες λέξεις
Просалить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γράσο, λιπαντικό, prosalit
Μεταφράσεις: γράσο, λιπαντικό, prosalit