Λέξη: αισθησιακός
Σχετικές λέξεις: αισθησιακός
αισθησιακός μετάφραση, αισθησιακός κινηματογράφος, αισθησιακός βικιλεξικο, αισθησιακός συνώνυμα, αισθησιακός χορός
Συνώνυμα: αισθησιακός
σαρκικός, φιλήδονος, αισθηματικός, αισθητικός, ηδονικός, ασελγής
Μεταφράσεις: αισθησιακός
αισθησιακός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sensual, sensuous, voluptuous, sensationalistic
αισθησιακός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carnal, sensual, sensuales, sensualidad
αισθησιακός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sinnlich, fleischlich, sinnliche, sinnlichen, sensual, sinnlicher
αισθησιακός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sensuel, physique, lubrique, luxurieux, libidineux, lascif, charnel, matériel, sensuelle, sensuelles, sensualité, sensuels
αισθησιακός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sensuale, carnale, sensual, sensuali, sensualità
αισθησιακός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sensual, sensuais, senhora sensual
αισθησιακός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zinnelijk, sensueel, wellustig, sensuele, schoonheid sensueel, sensuality
αισθησιακός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сладострастный, плотский, сенсуальный, чувственный, эротический, сенсуалистический, плотоядный, чувственной, чувственная, чувственное, чувственные
αισθησιακός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sanselig, sensuell, sensuelle, sensual, sensuelt
αισθησιακός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sensuell, sinnlig, sensuella, Sensual, Sensuellt
αισθησιακός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aistillinen, lihallinen, sensual, aistillisen, sensuelli, aistillisia
αισθησιακός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sensuel, sensuelle, sanselig, sanselige, sensuelt
αισθησιακός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smyslný, senzuální, smyslový, tělesný, smyslné, smyslná, smyslová, smyslnou
αισθησιακός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uczuciowy, zmysłowy, lubieżny, sensual, zmysłowa, zmysłowe, zmysłową
αισθησιακός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bujálkodó, érzéki, szenzuális, az érzéki
αισθησιακός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şehvetli, duygusal, sensual, duyusal, tensel
αισθησιακός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плотський, чуттєвий, хтивий, почуттєвий, емоційний
αισθησιακός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sensual, sensuale, mishor, të ndjeshëm
αισθησιακός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чувствен, чувствена, чувствено, чувствени, чувствената
αισθησιακός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пачуццёвы
αισθησιακός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sensuaalne, tundeline, himur, meeleline, sensual, sensuaalse
αισθησιακός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
senzualan, pohotljiv, razbludan, tjelesan, čulan, senzualna, senzualni, senzualno, senzualne
αισθησιακός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sensual, líkamlegur, andlaus, nautnafulla
αισθησιακός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
geidulingas, juslinis, jausmingumo, jausmingą, jausminis
αισθησιακός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
juteklisko, juteklisku, jutekliska, jūtīga, sensual
αισθησιακός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сензуална, сензуални, сензуален, сензуалното, сетилното
αισθησιακός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
senzual, senzuala, senzuală, senzuale, sensual
αισθησιακός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sensual, čutno, čutna, čuten, čutni
αισθησιακός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmyselný
Τυχαίες λέξεις