Прослужить στα ελληνικά
Μετάφραση: прослужить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλεύω, υπηρετώ, εργάζομαι, εργασία, δουλειά, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акустика στα ελληνικά - ακουστική, ηχητικός, ακουστικός, ακουστικής, την ακουστική, ακουστική του, της ακουστικής
- американизировать στα ελληνικά - εξαμερικανίζω
- воля στα ελληνικά - ευχή, προαίρεση, εύχομαι, μακάρι, ελευθερία, θέληση, διαθήκη, ...
- галстук στα ελληνικά - δένω, γραβάτα, κασκόλ, μαντήλι, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Прослужить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλεύω, υπηρετώ, εργάζομαι, εργασία, δουλειά, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Μεταφράσεις: δουλεύω, υπηρετώ, εργάζομαι, εργασία, δουλειά, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν