Λέξη: ακμή

Σχετικές λέξεις: ακμή

ακμή στην πλάτη, ακμή στα 40, ακμή συνώνυμο, ακμή κύβου, ακμή προσώπου, ακμή και ομοιοπαθητική, ακμή κ.ε.κ, ακμή ιεκ, ακμή και εγκυμοσύνη, ακμή και διατροφή, ροδοχρους ακμή

Συνώνυμα: ακμή

σημείο, προκείμενο, μύτη, άκρη, αρχή, αποκορύφωμα, ύψιστος βαθμός, ευημερία, ανθηρότητα, ευπορία

Μεταφράσεις: ακμή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acme, acne, prosperity, prime, heyday
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apogeo, ápice, cumbre, cúspide, acné, el acné, del acné, de acné, acne
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gipfel, Akne, von Akne, Akne zu
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
période, cime, apogée, comble, haut, sommité, sommet, zénith, culmination, acné, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colmo, apice, cima, vertice, culmine, vetta, acne, l'acne, dell'acne, di acne
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extremidade, pico, vértice, ápice, cume, cimo, acne, a acne, da acne, de acne, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroon, hoogtepunt, piek, summum, neus, spits, topje, toppunt, kruin, tip, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
верхушка, апогей, вершина, кульминация, макушка, акне, прыщи, угри, прыщей, угорь
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
topp, akne, acne, kviser, av akne
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
höjdpunkt, topp, akne, acne
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harja, huippu, kärki, lakipiste, finni, akne, aknen, aknea, acne
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
toppunkt, øverst, højdepunkt, acne, akne, af acne
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrcholek, vrchol, akné, akne, acne
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczyt, korona, trądzik, trądziku, acne, wysypka, trądzikowej
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pattanás, akne, pattanások, acne, a pattanások
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doruk, zirve, akne, sivilce, acne
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
верхівка, кульмінація, акне
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
puçrra fytyre, fytyre, puçrra, aknet, puçrra të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
акне, на акне, акнето, пъпки по лицето
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
буда, высокi, акне, вугроў, вугры, окне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tipp, akne
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
akne, acne, akni, prištić
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unglingabólur, bólur, þrymlabólur, þrymlabólum, þrymlar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viršus, viršūnė, aukščiausias, aknė, spuogai, spuogų, acne, spuogus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virsotne, augša, pinnes, acne, akne, aknes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акни, акните, на акни, појава на акни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
culme, acnee, acneei, acneea, de acnee, pentru acnee
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
akne, aken, akna, aknam, acne
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrchol, akné

Στατιστικά δημοτικότητας: ακμή

Τυχαίες λέξεις