Проспорить στα ελληνικά

Μετάφραση: проспорить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάνω, διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, διαφωνώ, να χάσει, χάνουν, χάσει, χάσετε, χάσουν
Проспорить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бланк στα ελληνικά - γλίστρημα, σχήμα, επιτελείο, βολή, μορφώνω, δελτίο, κενό, ...
  • вымерший στα ελληνικά - πεθαμένος, νεκρός, εκλείψει, εξαφανιστεί, εξαφανισμένο, εξαφανίστηκαν, εξαφάνιση
  • глубоководный στα ελληνικά - βαθέων υδάτων, βαθέων, ανοικτής θάλασσας, ανοικτής θαλάσσης
  • диатермичность στα ελληνικά - diathermancy
Τυχαίες λέξεις
Проспорить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάνω, διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, διαφωνώ, να χάσει, χάνουν, χάσει, χάσετε, χάσουν