Простаивающий στα ελληνικά

Μετάφραση: простаивающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, όρθιος, αδράνεια, ρελαντί, αδράνειας, σε αδράνεια, αδρανής
Простаивающий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выгнуться στα ελληνικά - σκύβω, καμπυλώνω, κυρτώνω, καμπύλη, στροφή, καμπυλώνεται, γέρνω, ...
  • гватемальский στα ελληνικά - Γουατεμάλα, Γουατεμάλας, της Γουατεμάλας, της Γουατεμάλα, τη Γουατεμάλα
  • даровой στα ελληνικά - τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, χαριστικά, χαριστικών, χαριστικής αιτίας, εκ χαριστικής αιτίας, ...
  • журналистика στα ελληνικά - δημοσιογραφία, Δημοσιογραφίας, τη δημοσιογραφία, της δημοσιογραφίας, η δημοσιογραφία
Τυχαίες λέξεις
Простаивающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, όρθιος, αδράνεια, ρελαντί, αδράνειας, σε αδράνεια, αδρανής