Λέξη: πρόσφατα
Σχετικές λέξεις: πρόσφατα
πρόσφατα θαύματα αγίων, πρόσφατα συνώνυμο, πρόσφατα έγγραφα windows 7, πρόσφατα άρθρα, πρόσφατα ανέκδοτα, πρόσφατα γκάλοπ, πρόσφατα πολιτικά ανέκδοτα, πρόσφατα νέα, πρόσφατα έγγραφα, πρόσφατα θαύματα
Συνώνυμα: πρόσφατα
νεωστί, προσφάτως, εσχάτως
Μεταφράσεις: πρόσφατα
πρόσφατα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
freshly, lately, newly, recently, recent, has recently
πρόσφατα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recién, últimamente, recientemente, hace poco, poco, reciente
πρόσφατα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neuere, neulich, unlängst, kürzlich, neuerdings, letztlich, zuletzt, frisch, vor kurzem, jüngst, kurzem, erst kürzlich
πρόσφατα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
récemment, naguère, nouvellement, dernièrement, fraîchement, a récemment, récente, vient
πρόσφατα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
recentemente, recente, di recente, poco, ha recentemente
πρόσφατα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recente, ultimamente, tarde, recentemente, Recently, recém
πρόσφατα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onlangs, recentelijk, kortgeleden, recent, kort
πρόσφατα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
намедни, по-новому, снова, свежо, по-другому, заново, недавно, бодро, опять, по-иному, давеча, последнее, последнее время, в последнее время, в последнее
πρόσφατα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nylig, har nylig, sist, siste, Alle reisetilbud Nylig
πρόσφατα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nyligen, Recently, senare tid, som nyligen, en tid
πρόσφατα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastikään, juuri, hiljattain, äsken, hiljan, hiljakkoin, vasta, äskettäin, viimeksi, viime aikoina, mukaan viimeksi
πρόσφατα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nylig, nyligt, for nylig, seneste, for nyligt
πρόσφατα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nedávno, svěže, čerstvě, nově, poslední době, v poslední době, nedávné době
πρόσφατα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niedawno, nowo, ostatnio, świeżo, niedawna, ostatnim
πρόσφατα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újonnan, legutóbb, nemrégiben, minap, nemrég, közelmúltban, a közelmúltban, utóbbi időben
πρόσφατα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçenlerde, yeni, son zamanlarda, yakın zamanda, geçtiğimiz günlerde
πρόσφατα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недавній, по-новому, трикутний, новіший, нещодавно, по-інакшому, нещодавній, заново, недавно, бадьоро, знов, свіжо
πρόσφατα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rishtazi, kohët e fundit, kohëve të fundit, fundit, fundmi, së fundmi
πρόσφατα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наскоро, неотдавна, скорошна, последно, напоследък
πρόσφατα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нядаўна
πρόσφατα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värskelt, äsja, uuesti, hiljuti, viimasel ajal, viimasel, viimati, hiljuti kasutanud
πρόσφατα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedavno, iznova, nanovo, skoro, ponovo, je nedavno, nedavno je, posljednje vrijeme, zadnje vrijeme
πρόσφατα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýlega, undanfarið, undanförnu, nýlega gefið, nýverið
πρόσφατα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
nuper
πρόσφατα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neseniai, Paskutinės, pastaruoju metu, pastaruoju, Vėliausiai
πρόσφατα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nesen, uz Nesen, pēdējā, pēdējā laikā, nesen ir
πρόσφατα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неодамна, неодамна се, од неодамна, последно, неодамна го
πρόσφατα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
recent, curând, de curând, curand
πρόσφατα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
znoju, nedávno, pred kratkim, nedavno, je pred kratkim, je nedavno, kratkim
πρόσφατα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nedávno, znovu, opäť, prednedávnom, nedávne
Στατιστικά δημοτικότητας: πρόσφατα
Τυχαίες λέξεις