Протаскивать στα ελληνικά
Μετάφραση: протаскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουβαλώ, μεταφέρω, σέρνω, μαρμελάδα, μπλοκάρει, να μπλοκάρει, εμπλοκές, μπλοκάρουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акселерация στα ελληνικά - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- генетический στα ελληνικά - γενετικός, γενετική, γενετικής, γενετικών, γενετικό, γενετικές
- грета στα ελληνικά - Greta, Γκρέτα, η Γκρέτα, την Γκρέτα, η Greta
- губерния στα ελληνικά - αρμοδιότητα, επαρχία, επαρχίας, Province, Διαμέρισμα, την επαρχία
Τυχαίες λέξεις
Протаскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουβαλώ, μεταφέρω, σέρνω, μαρμελάδα, μπλοκάρει, να μπλοκάρει, εμπλοκές, μπλοκάρουν
Μεταφράσεις: κουβαλώ, μεταφέρω, σέρνω, μαρμελάδα, μπλοκάρει, να μπλοκάρει, εμπλοκές, μπλοκάρουν