Λέξη: αγκύλη

Σχετικές λέξεις: αγκύλη

αγκύλη poisson, αγκύλη word, αγκύλη στο word, αγκύλη henle, αγκύλη του henle, αγγειακή αγκύλη, αγκύλη αγγλικα, αγκύλη διαθερμίας, αγκύλη παρένθεση

Συνώνυμα: αγκύλη

σημείο παράλειψης, υποστήριγμα

Μεταφράσεις: αγκύλη

αγκύλη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bracket, caret, loop, brackets, brace

αγκύλη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
paréntesis, soporte, ménsula, soporte de, abrazadera, el soporte

αγκύλη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
halter, klammer, konsole, Klammer, Konsole, Halterung, Bügel

αγκύλη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parenthèse, support, sommier, crochet, console, support de, étrier, tranche

αγκύλη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
supporto, mensola, staffa, staffa di, fascia

αγκύλη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grampo, suporte, parêntese, colchete, suporte de, faixa, suporte do

αγκύλη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kramp, nietje, klamp, haakje, console, beugel, steun

αγκύλη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скобка, дужка, накладка, бра, кронштейн, кронштейна, скоба, держатель

αγκύλη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konsoll, brakett, braketten, hylle

αγκύλη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
parentes, konsol, fäste, fästet, bygel, bygel som

αγκύλη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luokittaa, pidike, pidin, kannatin, kiinnike, teline, kannattimen

αγκύλη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beslag, beslaget, konsol, konsollen, holder

αγκύλη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nosič, podpěra, závorka, konzola, držák, konzoly, konzolu, úhelník

αγκύλη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wspornik, kroksztyn, nawias, podpórka, klamra, kinkiet, konsola, uchwyt

αγκύλη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
konzol, zárójel, tartó, tartót, konzolt

αγκύλη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dirsek, braketi, braket, destek, dirseği

αγκύλη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кронштейн, скобка, бра, дужка

αγκύλη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kllapa, parantezë, simboli i, grupim, grupim në

αγκύλη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скоба, конзола, скобата, конзолата, скоби

αγκύλη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кранштэйны, кранштэйн

αγκύλη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rühmitama, sulg, bracket, klambri, kronsteini, kronstein

αγκύλη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podupirač, spajalica, konzola, zagrada, držač, nosač, bracket, držača

αγκύλη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krappi, hornklofi, Bríkin, festingin, Veggfestingunni

αγκύλη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skliaustas, kronšteinas, laikiklis, bracket, laikiklio

αγκύλη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kronšteins, bracket, stiprinājuma, kronšteinu, konsole

αγκύλη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
држач, заградата, заграда, конзола, држачи

αγκύλη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acoladă, paranteză, suport, placuta, consolă, suport de

αγκύλη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bracket, konzola, oklepaj, kotnik, nosilec

αγκύλη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konzola, konzoly, konzolu
Τυχαίες λέξεις