Протекший στα ελληνικά

Μετάφραση: протекший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρελθόν, περασμένος, φτουρώ, τελευταίος, διαρκώ, παρέλθει, παρήλθε, παρέλευση, έχει παρέλθει, μεσολάβησε
Протекший στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аттический στα ελληνικά - σοφίτα, πατάρι, σοφίτας, αττικό, στη σοφίτα
  • водить στα ελληνικά - μόλυβδος, διεξάγω, διαγωγή, φέρσιμο, λουρί, παίρνω, συμπεριφορά, ...
  • воздуходувка στα ελληνικά - έκρηξη, φυσητήρας, φυσητήρα, ανεμιστήρα, ανεμιστήρας, του ανεμιστήρα
  • держаться στα ελληνικά - πιάνομαι, γεννώ, υποφέρω, κατακρατώ, κρατώ, τελευταίος, φτουρώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Протекший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρελθόν, περασμένος, φτουρώ, τελευταίος, διαρκώ, παρέλθει, παρήλθε, παρέλευση, έχει παρέλθει, μεσολάβησε